- ληκτικός
- -ή, -ό (Α ληκτικός, -ή, -όν) [λήγω]αυτός ο οποίος βρίσκεται στο τέλος, τελικός, καταληκτικός (α. «ληκτικό σύμφωνο» β. «ληκτικαὶ συλλαβαί», Απολλ. Δύσκ.)αρχ.αυτός που επιφέρει τέρμα σε κάτι («ληκτικὸς ὀδύνης», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.